ὤξου

ὤξου
ἄξου , ἄξος
masc gen sg
ἄ̱ξου , ἄγω
lead
aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηδιά — Αρχαία χώρα της νοτιοδυτικής Ασίας και πιο συγκεκριμένα του βορειοδυτικού Ιράκ. Η Μ. συνόρευε στα Β με την Κασπία θάλασσα και την Αρμενία, στα Δ με τη Μεσοποταμία, στα Ν. με τα Σούσα και στα Α με την Περσία και τη χώρα των Πάρθων. Ήδη από τον 9o… …   Dictionary of Greek

  • μηδική — (Medicago). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για πόες, που μοιάζουν στο τριφύλλι, και φέρουν μικρά άνθη και τρίφυλλα σύνθετα φύλλα. Κυριότερος εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Medicago sativa, γνωστό ως ήμερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”